Η λέξη «κατάθλιψη» έχει πολλές διαφορετικές σημασίες. Αλλιώς την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή γλώσσα και αλλιώς για να περιγράψουμε ένα κλινικό σύνδρομο που απαιτεί θεραπεία. Όπως όμως κι αν το δούμε, η κατάθλιψη δεν παύει να αποτελεί μια σοβαρή απειλή της ψυχικής μας ζωής, απειλή που για να την αντιμετωπίσουμε πρέπει πρώτα να τη γνωρίσουμε βαθύτερα.
Κατάθλιψη και καθημερινότητα
Στην καθομιλουμένη όταν λέμε ότι "νιώθω λυπημένος", "δεν έχω κέφι", "αυτός ο άνθρωπος μου φέρνει κατάθλιψη" ή "νιώθω μελαγχολικά", στην ουσία αναφερόμαστε σε μια κατάσταση που έχει να κάνει με την διάθεσή μας. Η διάθεση είναι συναίσθημα και γι' αυτό συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο "νιώθω" για να το περιγράψουμε. Η διάθεσή μας είναι καταθλιπτική ή μελαγχολική όταν είμαστε λυπημένοι για κάτι. Το αντίθετό της είναι η χαρά. Ωστόσο τις περισσότερες φορές δεν νιώθουμε ούτε λύπη, ούτε χαρά, αλλά μάλλον βρισκόμαστε σε μια ουδέτερη κατάσταση. Μπορούμε λοιπόν να δούμε, ότι υπάρχει μια κλίμακα διαβάθμισης, που στο ένα άκρο έχει την χαρά και στο άλλο την λύπη. Η κατάθλιψη επομένως, όπως την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας γλώσσα έχει μια ποιοτική συνιστώσα αλλά και μια ποσοτική, η οποία μπορεί να εκτείνεται από το ελαφρύ αίσθημα λύπης έως την απέραντη κατήφεια και δυστυχία. Η ποσοτική αυτή συνιστώσα εξαρτάται προφανώς από την ένταση του ερεθίσματος που προκάλεσε την διάθεση αυτή. Π.χ. εάν κάποιος φοιτητής αποτύχει στις εξετάσεις ενός μαθήματος είναι φανερό ότι θα νιώσει λυπημένος, εάν χωρίσει με τη φίλη του μάλλον θα νιώσει περισσότερο λυπημένος, ενώ εάν χάσει κάποιο αγαπημένο του οικογενειακό πρόσωπο ίσως στην αρχή νιώσει δυστυχισμένος. Αυτό βεβαίως είναι ένα παράδειγμα διότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν απόλυτα αλλά σχετικά ερεθίσματα, εξαρτώμενα από την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει κανείς στο ερέθισμα.
του Μιχαήλ Φλαβιανού
Κατάθλιψη και καθημερινότητα
Στην καθομιλουμένη όταν λέμε ότι "νιώθω λυπημένος", "δεν έχω κέφι", "αυτός ο άνθρωπος μου φέρνει κατάθλιψη" ή "νιώθω μελαγχολικά", στην ουσία αναφερόμαστε σε μια κατάσταση που έχει να κάνει με την διάθεσή μας. Η διάθεση είναι συναίσθημα και γι' αυτό συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο "νιώθω" για να το περιγράψουμε. Η διάθεσή μας είναι καταθλιπτική ή μελαγχολική όταν είμαστε λυπημένοι για κάτι. Το αντίθετό της είναι η χαρά. Ωστόσο τις περισσότερες φορές δεν νιώθουμε ούτε λύπη, ούτε χαρά, αλλά μάλλον βρισκόμαστε σε μια ουδέτερη κατάσταση. Μπορούμε λοιπόν να δούμε, ότι υπάρχει μια κλίμακα διαβάθμισης, που στο ένα άκρο έχει την χαρά και στο άλλο την λύπη. Η κατάθλιψη επομένως, όπως την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας γλώσσα έχει μια ποιοτική συνιστώσα αλλά και μια ποσοτική, η οποία μπορεί να εκτείνεται από το ελαφρύ αίσθημα λύπης έως την απέραντη κατήφεια και δυστυχία. Η ποσοτική αυτή συνιστώσα εξαρτάται προφανώς από την ένταση του ερεθίσματος που προκάλεσε την διάθεση αυτή. Π.χ. εάν κάποιος φοιτητής αποτύχει στις εξετάσεις ενός μαθήματος είναι φανερό ότι θα νιώσει λυπημένος, εάν χωρίσει με τη φίλη του μάλλον θα νιώσει περισσότερο λυπημένος, ενώ εάν χάσει κάποιο αγαπημένο του οικογενειακό πρόσωπο ίσως στην αρχή νιώσει δυστυχισμένος. Αυτό βεβαίως είναι ένα παράδειγμα διότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν απόλυτα αλλά σχετικά ερεθίσματα, εξαρτώμενα από την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει κανείς στο ερέθισμα.
του Μιχαήλ Φλαβιανού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου