Το είδος και η ποιότητα των σχέσεων που δημιουργούμε στην ενήλικη ζωή μας, είναι, σε μεγάλο βαθμό, το αποτέλεσμα της ιδιοσυγκρασίας μας αλλά και της σχέσης μας με τους γονείς και ιδιαίτερα με τη μητέρα, στη βρεφική και παιδική ηλικία, δηλαδή από 0 έως περίπου 6 χρόνων.
Το βρέφος, από τη στιγμή της γέννησής του, δοκιμάζεται σκληρά, βρίσκεται σε σύγχυση και νιώθει κυριολεκτικά απόγνωση, γιατί δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι αυτό και η μητέρα του είναι δύο ξεχωριστές υπάρξεις. Άλλωστε, σαν έμβρυο, είχε βιώσει την απόλυτη ταύτιση, την απόλυτη αλληλεξάρτηση, αισθήματα, που του παρείχαν ασφάλεια και σταθερότητα στην εξυπηρέτηση των αναγκών του. Σιγά σιγά διαπιστώνει ότι αυτή η σχέση άλλαξε και αντιδρά με αγχωτικό τρόπο, προσπαθεί να επαναφέρει και να διατηρήσει τους ισχυρούς δεσμούς με τη μητέρα του. Γι΄ αυτό το λόγο κλαίει, απαιτεί την αποκλειστικότητα της μητέρας και αρνείται άλλα πρόσωπα, που θα μπορούσαν να το φροντίσουν.
Απελπισμένο, θρηνεί στην απουσία της και εκστασιάζεται, όταν αυτή είναι κοντά του. Η απελπισία του μοιάζει με την απελπισία ενός ενήλικα, που χάνει ένα αγαπημένο του πρόσωπο και πονά γι’ αυτό. Είναι το γνωστό σε όλους μας άγχος αποχωρισμού, σήμα και οδηγός των σχέσεων, που θα δημιουργήσουμε αργότερα.
Κατά τον Erikson, στη βρεφική ηλικία (0-2 ετών) αναπτύσσεται η βασική εμπιστοσύνη (ασφάλεια, αισιοδοξία) ή η δυσπιστία (καχυποψία, ανασφάλεια), αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της ιδιοσυγκρασίας του βρέφους με το στενό του περιβάλλον, δηλαδή τους γονείς.
Στη φάση που προαναφέρθηκε, η σταθερή παρουσία των γονέων και ιδιαίτερα της μητέρας, που το φροντίζει και το καθησυχάζει με απέραντη αγάπη, θα οδηγήσουν το παιδί στη σταδιακή ψυχική ισορροπία και την προσαρμογή του στη ζωή, σαν ανεξάρτητη και αυτόνομη ύπαρξη.
Στην αντίθετη περίπτωση, αν η μητέρα δεν το περιβάλλει με στοργή και την κατανόησή της, τότε είναι πολύ πιθανό το παιδί να μεταφέρει στην ενήλικη ζωή του τα αγχωτικά πρότυπα της αποτυχημένης σχέσης με τη μητέρα. Οι σχέσεις του με άλλα πρόσωπα δε θα είναι στενές, δε θα έχουν βάθος και διάρκεια. Τα άτομα αυτά επενδύουν σε αντικείμενα και όχι σε ανθρώπους, χάνουν την ικανότητα της εγγύτητας και, ενώ φαινομενικά συμπεριφέρονται σκληρά, ή αναπτύσσουν αυτοκαταστροφικές ή επιθετικές τάσεις, στην πραγματικότητα διψούν για αγάπη και τρυφερότητα. Σαν ερωτευμένοι, ασυνείδητα ζουν ξανά την ανάγκη να βρουν το αγαπημένο τους αρχέτυπο – τη μητέρα- και παράλληλα βιώνουν τη στεναχώρια, την ένταση και την ανασφάλεια που τους δημιούργησε η αγχωτική παιδική τους ζωή. Μνήμες αναβιώνουν και ασυνείδητα συναισθήματα ξεπηδούν, σύμφωνα με την παλιά μητρική και δυσλειτουργική μητρική σχέση. Τα άτομα που δεν αποκόμισαν τη μητρική φιγούρα όπως θα ήθελαν, αναπτύσσουν αγχωτική προσκόλληση – πλησιάζουν αλλά και αποφεύγουν ταυτοχρόνως τους άλλους από φόβο μήπως προδοθούν ξανά, μην εξαπατηθούν και πονέσουν. Κρύβουν με πείσμα τα αληθινά τους συναισθήματα και τις ψυχικές τους ανάγκες, τα ωραιότερα δηλαδή κομμάτια του εαυτού τους, κτητικοί και επιφανειακά απόλυτοι, φοβούνται μήπως χάσουν τον έλεγχο και βρεθούν ξανά σε αγχωτική εξάρτηση.
Όπως προαναφέρθηκε, η βρεφική ηλικία παίζει σπουδαίο ρόλο στη δημιουργία αγχωτικών προτύπων συμπεριφοράς, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αλλάξει. Η αλλαγή και η προσαρμογή είναι διαδικασίες που μπορούν να συμβούν σε όλη μας τη ζωή. Πάντως, η συναισθηματική ασυνέπεια της μητέρας, τα διπλά και αντιφατικά μηνύματα που εκπέμπει σε ένα παιδί το κάνουν πολύ ευάλωτο στα αρνητικά συναισθήματα του περιβάλλοντος, στα οποία αντιδρούν με αγωνία, θυμό, απελπισία, ανασφάλεια και ζήλια.
Προτιμότερο όμως είναι να αποδεχθούμε ότι ευθυνόμαστε προσωπικά για τη ζωή μας, ό,τι κι αν συνέβη στη βρεφική και παιδική ηλικία μας, και ότι είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουμε και κάποιες σχέσεις αυταπάτης και φαντασίωσης. Αν αυτό μας δημιουργεί άγχος, οφείλεται σε αγχωτική και όχι ασφαλή προσκόλληση με τους άλλους.
Η διαχείριση του άγχους ζητά τη συμφιλίωση με τα διαφορετικά κομμάτια του εαυτού μας, τους ρόλους μας και τους μαθημένους τρόπους συμπεριφοράς και φυσικά τη συνειδητοποίηση της προέλευσής τους.
Το βρέφος, από τη στιγμή της γέννησής του, δοκιμάζεται σκληρά, βρίσκεται σε σύγχυση και νιώθει κυριολεκτικά απόγνωση, γιατί δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι αυτό και η μητέρα του είναι δύο ξεχωριστές υπάρξεις. Άλλωστε, σαν έμβρυο, είχε βιώσει την απόλυτη ταύτιση, την απόλυτη αλληλεξάρτηση, αισθήματα, που του παρείχαν ασφάλεια και σταθερότητα στην εξυπηρέτηση των αναγκών του. Σιγά σιγά διαπιστώνει ότι αυτή η σχέση άλλαξε και αντιδρά με αγχωτικό τρόπο, προσπαθεί να επαναφέρει και να διατηρήσει τους ισχυρούς δεσμούς με τη μητέρα του. Γι΄ αυτό το λόγο κλαίει, απαιτεί την αποκλειστικότητα της μητέρας και αρνείται άλλα πρόσωπα, που θα μπορούσαν να το φροντίσουν.
Απελπισμένο, θρηνεί στην απουσία της και εκστασιάζεται, όταν αυτή είναι κοντά του. Η απελπισία του μοιάζει με την απελπισία ενός ενήλικα, που χάνει ένα αγαπημένο του πρόσωπο και πονά γι’ αυτό. Είναι το γνωστό σε όλους μας άγχος αποχωρισμού, σήμα και οδηγός των σχέσεων, που θα δημιουργήσουμε αργότερα.
Κατά τον Erikson, στη βρεφική ηλικία (0-2 ετών) αναπτύσσεται η βασική εμπιστοσύνη (ασφάλεια, αισιοδοξία) ή η δυσπιστία (καχυποψία, ανασφάλεια), αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της ιδιοσυγκρασίας του βρέφους με το στενό του περιβάλλον, δηλαδή τους γονείς.
Στη φάση που προαναφέρθηκε, η σταθερή παρουσία των γονέων και ιδιαίτερα της μητέρας, που το φροντίζει και το καθησυχάζει με απέραντη αγάπη, θα οδηγήσουν το παιδί στη σταδιακή ψυχική ισορροπία και την προσαρμογή του στη ζωή, σαν ανεξάρτητη και αυτόνομη ύπαρξη.
Στην αντίθετη περίπτωση, αν η μητέρα δεν το περιβάλλει με στοργή και την κατανόησή της, τότε είναι πολύ πιθανό το παιδί να μεταφέρει στην ενήλικη ζωή του τα αγχωτικά πρότυπα της αποτυχημένης σχέσης με τη μητέρα. Οι σχέσεις του με άλλα πρόσωπα δε θα είναι στενές, δε θα έχουν βάθος και διάρκεια. Τα άτομα αυτά επενδύουν σε αντικείμενα και όχι σε ανθρώπους, χάνουν την ικανότητα της εγγύτητας και, ενώ φαινομενικά συμπεριφέρονται σκληρά, ή αναπτύσσουν αυτοκαταστροφικές ή επιθετικές τάσεις, στην πραγματικότητα διψούν για αγάπη και τρυφερότητα. Σαν ερωτευμένοι, ασυνείδητα ζουν ξανά την ανάγκη να βρουν το αγαπημένο τους αρχέτυπο – τη μητέρα- και παράλληλα βιώνουν τη στεναχώρια, την ένταση και την ανασφάλεια που τους δημιούργησε η αγχωτική παιδική τους ζωή. Μνήμες αναβιώνουν και ασυνείδητα συναισθήματα ξεπηδούν, σύμφωνα με την παλιά μητρική και δυσλειτουργική μητρική σχέση. Τα άτομα που δεν αποκόμισαν τη μητρική φιγούρα όπως θα ήθελαν, αναπτύσσουν αγχωτική προσκόλληση – πλησιάζουν αλλά και αποφεύγουν ταυτοχρόνως τους άλλους από φόβο μήπως προδοθούν ξανά, μην εξαπατηθούν και πονέσουν. Κρύβουν με πείσμα τα αληθινά τους συναισθήματα και τις ψυχικές τους ανάγκες, τα ωραιότερα δηλαδή κομμάτια του εαυτού τους, κτητικοί και επιφανειακά απόλυτοι, φοβούνται μήπως χάσουν τον έλεγχο και βρεθούν ξανά σε αγχωτική εξάρτηση.
Όπως προαναφέρθηκε, η βρεφική ηλικία παίζει σπουδαίο ρόλο στη δημιουργία αγχωτικών προτύπων συμπεριφοράς, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αλλάξει. Η αλλαγή και η προσαρμογή είναι διαδικασίες που μπορούν να συμβούν σε όλη μας τη ζωή. Πάντως, η συναισθηματική ασυνέπεια της μητέρας, τα διπλά και αντιφατικά μηνύματα που εκπέμπει σε ένα παιδί το κάνουν πολύ ευάλωτο στα αρνητικά συναισθήματα του περιβάλλοντος, στα οποία αντιδρούν με αγωνία, θυμό, απελπισία, ανασφάλεια και ζήλια.
Προτιμότερο όμως είναι να αποδεχθούμε ότι ευθυνόμαστε προσωπικά για τη ζωή μας, ό,τι κι αν συνέβη στη βρεφική και παιδική ηλικία μας, και ότι είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουμε και κάποιες σχέσεις αυταπάτης και φαντασίωσης. Αν αυτό μας δημιουργεί άγχος, οφείλεται σε αγχωτική και όχι ασφαλή προσκόλληση με τους άλλους.
Η διαχείριση του άγχους ζητά τη συμφιλίωση με τα διαφορετικά κομμάτια του εαυτού μας, τους ρόλους μας και τους μαθημένους τρόπους συμπεριφοράς και φυσικά τη συνειδητοποίηση της προέλευσής τους.
Του Ζώη Κυριακόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου